- καλμία
- (Kalmia). Γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ερεικιδών. Πρόκειται για αειθαλείς θάμνους με μεγάλα λογχοειδή φύλλα και άνθη που σχηματίζουν κορύμβους στις άκρες των κλαδιών. Αναπτύσσονται αποκλειστικά σε όξινα εδάφη, ενώ το κέντρο της ποικιλότητάς τους βρίσκεται στη νότια Αφρική. Στην Αμερική είναι γνωστά έξι είδη, κυριότερα από τα οποία είναι η κ. η γλαυκή, η κ. η πλατύφυλλη ή δάφνη του βουνού, με λουλούδια λευκά ή ρόδινα που έχουν μελανές κηλίδες στο εσωτερικό, και η κ. η στενόφυλλη με ρόδινα άνθη.
Dictionary of Greek. 2013.